- σοφολογιότατος
- και σοφολογιώτατος, ο, Ν1. ο πολύ σοφός και πολύ λόγιος ταυτόχρονα2. ειρων. σχολαστικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + λογιότατος / λογιώτατος, υπερθ. βαθμός του λόγιος. Ο τ. σοφολογιώτατος μαρτυρείται από το 1811 στα Έγγραφα Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως].
Dictionary of Greek. 2013.